φύκης

φύκης
φύ̱κης , φύκης
living in seaweed
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φύκης — ὁ, Α είδος ψαριού που ζει ανάμεσα στα φύκη («διαφέρει ὁ ἄρρην φύκης τῆς θηλείας τῷ μελάντερος εἶναι καὶ μείζους ἔχειν τὰς λεπίδας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. ης τών πρωτόκλιτων αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • φυκήν — ῆνος, ὁ, Α φύκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φύκης με επίθημα ην, ῆνος (πρβλ. λειχ ήν)] …   Dictionary of Greek

  • φυκίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγ. τ.) ζωολ. α) γένος θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών β) γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων αρχ. θηλ. τ. τού φύκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. συναγρ ίς). Η λ. ως όρος τής νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά …   Dictionary of Greek

  • φύκα — φύ̱κᾱ , φύκης living in seaweed masc nom/voc/acc dual φύ̱κᾱ , φύκης living in seaweed masc gen sg (doric aeolic) φύ̱κᾱ , φῦκος seaweed neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύκας — φύ̱κᾱς , φύκης living in seaweed masc acc pl φύ̱κᾱς , φύκης living in seaweed masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυκίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού φυκίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης / φυκίς «είδος ψαριού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. στολ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • φύκη — φύ̱κη , φύκης living in seaweed masc voc sg φύ̱κη , φῦκος seaweed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φύ̱κη , φῦκος seaweed neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύκην — φύ̱κην , φύκης living in seaweed masc acc sg (attic epic ionic) φύ̱κην , φῦκος seaweed neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύκου — φύ̱κου , φύκης living in seaweed masc gen sg φυκόω to be rouged pres imperat act 2nd sg φυκόω to be rouged imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”